- τυρόνωτος
- τῡρό-νωτος, ον,A cheese-backed, i. e. spread with cheese,
πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach. 1125
(cf. τυροφόρος) —parodied from Γοργόνωτος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach. 1125
(cf. τυροφόρος) —parodied from Γοργόνωτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυρόνωτος — ον, Α (για πίτα) 1. αυτός που περιέχει τυρί 2. καλυμμένος ή πασπαλισμένος με τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + νῶτον (πρβλ. πορφυρό νωτος)] … Dictionary of Greek
τυρόνωτον — τῡρόνωτον , τυρόνωτος cheese backed masc/fem acc sg τῡρόνωτον , τυρόνωτος cheese backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροφόρος — ον, Α τυρόνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + φόρος*] … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek